- πυροβολοστάσιο
- το, Ν1. ο χώρος όπου τοποθετούνται ή αποτίθενται τα πυροβόλα2. στρ. παλαιότερη ονομασία για τον όρχο.[ΕΤΥΜΟΛ. < πυροβόλο + -στάσιο (< -στάτης < ίστημι), πρβλ. μηχανο-στάσιο. Η λ., στον λόγιο τ. πυροβολοστάσιον, μαρτυρείται από το 1852 στον Ν. Σπηλιάδη].
Dictionary of Greek. 2013.